- προσεταιριστος
- προσεταιριστός3присоединившийся вследствие дружеских чувств, т.е. как доброволец
(ὁπλίτης Thuc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ὁπλίτης Thuc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προσεταιριστός — ον, Α [προσεταιρίζομαι] 1. αυτός που συμμετέχει σε ομάδα ως εταίρος, ως σύντροφος, ο εθελοντής («προσεταιριστοὺς ὁπλίτας», Θουκ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ προσεταιριστός ο εταίρος, ο σύντροφος («τῶν προσεταιριστῶν καὶ συναγωνιστῶν», Δίων. Κάσσ.) … Dictionary of Greek
προσεταίριστος — ον, Α [προσεταιρίζομαι] αυτός τον οποίο έχει προσεταιριστεί κάποιος, εταίρος, σύντροφος … Dictionary of Greek
προσεταιριστούς — προσεταιριστός joined with as a companion masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεταιριστῶν — προσεταιριστός joined with as a companion masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)